Tο δικαίωμα στην δημοσιογραφική έρευνα αποτελεί
αναπόσπαστο μέρος της ελευθερίας του τύπου και των Μ.Μ.Ε γενικότερα, καθώς
αποτελεί λογικό προηγούμενο κάθε προσπάθειας για ενημέρωση της κοινής γνώμης.
Με βάση αυτό, οι δημοσιογράφοι απολαμβάνουν...
ελεύθερη πρόσβαση στις γενικά
προσιτές πηγές πληροφόρησης, ενώ, στο βαθμό που πηγή της πληροφόρησης είναι το
κράτος, αυτοί έχουν σίγουρα αμυντική αξίωση για ακώλυτη έρευνα προς ανεύρεση
πληροφοριών, με τη δυνατότητα για αξίωση θετικών ενεργειών πληροφόρησης εκ
μέρους του κράτους να μην αποκλείεται σε κάθε περίπτωση.
ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ
Το δικαίωμα στη δημοσιογραφική έρευνα αποτελεί
μέρος του δικαιώματος της ελευθερίαςέκφρασης και διάδοσης των στοχασμών (άρθρο
14 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος), ενώ προστατεύεται και υπό τους όρους
της θεσμικής εγγύησης του Τύπου στο άρθρο 14 παρ. 2 του Συντάγματος.
Σε υπερεθνικό επίπεδο, τόσο η Ευρωπαϊκή Σύμβαση
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου όσο και το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά
δικαιώματα, στα άρθρα 10 και 19 παρ.2 αντίστοιχα, κατοχυρώνουν την ελευθερία
έκφρασης, ενώ η ελευθερία έρευνας υπάγεται στο προστατευτικό πεδίο των εν λόγω
διατάξεων, ως ενέργεια απαραίτητη για την αποτελεσματική ενάσκηση του
δικαιώματος στην έκφραση και διάδοση των απόψεων.
Ωστόσο η ελευθερία έκφρασης δεν είναι απόλυτη,
αλλά οριοθετείται, βρίσκοντας τα όρια της στους νόμους του κράτους (άρθρο 14
παρ. 1 Συντ.), τα δικαιώματα των άλλων και τα χρηστά ήθη (άρθρο 5 παρ. 1Συντ.).
Ειδικότερα στο χώρο των Μ.Μ.Ε., είναι δεδομένο
ότι στόχος των φορέων τους είναι καταρχήν η ενημέρωση του κοινού. Για την
επίτευξη του στόχου αυτού είναι ωστόσο συχνά αναγκαία η επέμβαση στο δικαίωμα
της προσωπικότητας συγκεκριμένων ατόμων που αποτελούν το επίκεντρο της
επικαιρότητας και απασχολούν την κοινή γνώμη 12 , είτε λόγω του θεσμικού τους
ρόλου, είτε λόγω συγκεκριμένης δράσης τους.
Τα πρόσωπα αυτά θα αποτελούν αντικείμενο της
έρευνας για ενημέρωση του κοινού και συγχρόνως υποκείμενα των δεδομένων και
πληροφοριών που οι δημοσιογράφοι αναζητούν. Καθίσταται λοιπόν προφανές ότι
υπάρχει προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας από τα ΜΜΕ, έντονη
αλληλεπίδραση μεταξύ αφενός του δικαιώματος στη δημοσιογραφική έρευνα και αυτού
στην προσωπικότητα.
Το δικαίωμα στην προσωπικότητα, από την άλλη,
είναι δικαίωμα πλαίσιο. Περιλαμβάνει διάφορα συνδεδεμένα με το πρόσωπο αγαθά,
ήτοι την τιμή, την ιδιωτική ζωή και την σφαίρα του απορρήτου, την υγεία, καθώς
επίσης και στοιχεία εξατομικεύσεως του ατόμου, όπως το όνομα, η εικόνα ή η φωνή
του.
Απολαμβάνει και αυτό συνταγματικής θεμελίωσης,
μέσω των άρθρων 2παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος, ενώ σε επίπεδο ιδιωτικού
δικαίου προστατεύεται γενικώς μέσω των διατάξεων ΑΚ 57 – 59 και των περί
αδικοπραξιών διατάξεων (ΑΚ 914 επ.).
Υπάγεται λοιπόν στα δικαιώματα αυτά, ανήκοντα σε
άλλα πρόσωπα, που οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να σέβονται κατά την άσκηση του
δικού τους δικαιώματος, της ελεύθερης δημοσιογραφικής έρευνας.
Η υποχρέωση τους αυτή προκύπτει και ειδικώς
νομοθετικά από μία σειρά διατάξεων.
Για τον Τύπο, το άρθρο μόνο παρ. 1 του ν.
1178/1981 περί Αστικής Ευθύνης του Τύπου και άλλων τινών διατάξεων, καθιερώνει
την αστική ευθύνη του ιδιοκτήτη εντύπου για δημοσίευμα θίγον «την τιμή και την
υπόληψη παντός ατόμου».
Για τη ραδιοτηλεόραση, το άρθρο 3 παρ. 1εδαφ. β’
του ν. 2328/1995 για το νομικό καθεστώς της ιδιωτικής τηλεόρασης και τοπικής
ραδιοφωνίας προβλέπει ότι «οι κάθε είδους εκπομπές που μεταδίδουν οι
ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί πρέπει να σέβονται την προσωπικότητα, την
τιμή, την υπόληψη, τον ιδιωτικό και επαγγελματικό βίο, την επαγγελματική,
κοινωνική, επιστημονική, καλλιτεχνική, πολιτική ή άλλη συναφή δραστηριότητα
κάθε προσώπου, η εικόνα του οποίου εμφανίζεται στην οθόνη ή το όνομα του οποίου
ή στοιχεία επαρκή για τον προσδιορισμό του ιδίου μεταδίδονται».
Επιπλέον το ΠΔ 77/2003 περί Κώδικα Δεοντολογίας ειδησεογραφικών
και άλλων δημοσιογραφικών εκπομπών, προβλέπει ότι «τα πρόσωπα που συμμετέχουν ή
αναφέρονται στις εκπομπές πρέπει να απολαμβάνουν δίκαιης, ορθής και αξιοπρεπούς
συμπεριφοράς. Ειδικότερα, δεν επιτρέπεται η προσβολή της προσωπικότητας, της
τιμής και της αξιοπρέπειάς τους. Πρέπει επίσης να γίνονται σεβαστά, η ιδιωτική
και οικογενειακή τους ζωή...».
Τέλος, ανάλογη υποχρέωση σεβασμού της ιδιωτικής ζωής
και προσωπικότητας του ατόμου, προβλέπεται και στο νομικά μη δεσμευτικό άρθρο
2β΄ του Κώδικα Δεοντολογίας Δημοσιογράφων.
Παρουσιάζονται
λοιπόν μπροστά μας δύο δικαιώματα, ισότιμης τυπικής ισχύος, με ρητή νομοθετική
πρόβλεψη, αμφότερα άξια αναγνώρισης και προστασίας, που ως εκ της συνταγματικής
τους κατοχύρωσης δεν επιδέχονται a priori ιεράρχησης δεδομένου ότι όλες οι συνταγματικές
διατάξεις είναι ισότιμες.
Ως εκ της φύσεως τους όμως τελούν συχνά σε αλληλεπίδραση
η οποία έχει ως αποτέλεσμα η άσκηση του ενός να εμποδίζει την άσκηση του
άλλου.
Πώς θα τεθούν τα όρια μεταξύ τους, ώστε να
καταστεί δυνατή η αρμονική συμβίωση αμφοτέρων;
Η κρατούσα άποψη είναι ότι τα όρια αυτά θα
βρεθούν μόνον μετά από in conceto στάθμιση των συγκρουόμενων συμφερόντων, με
απώτατο όριο σε κάθε περίπτωση τον πυρήνα κάθε δικαιώματος Στη βάση αυτής της
άποψης, το βάρος μεταφέρεται στα κριτήρια που θα χρησιμοποιηθούν σε κάθε συγκεκριμένη
περίπτωση προκειμένου να οριοθετηθεί κάποια εκ των δύο ελευθεριών.
H επιχειρούμενη στάθμιση φαίνεται ότι
επιχειρείται να διεξαχθεί με βάση τις συνθήκες που θα συντρέχουν μετά τη
διεξαγωγή της δημοσιογραφικής έρευνας και όχι με βάση τις συνθήκες που
συνέτρεχαν κατά το στάδιο της διεξαγωγής της.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, σε τελικό στάδιο, η
εφαρμογή των κριτηρίων στάθμισης θα ελέγχεται από την εφαρμογή της αρχής της
αναλογικότητας, η οποία απολαμβάνει συνταγματικής περιοπής, προβλεπόμενη στο
άρθρο 25 του Συντάγματος.
Η κατά περίπτωση αυτή προσέγγιση και η
χρησιμοποίηση των εντεύθεν κριτηρίων εφαρμόζεται δε σε πιθανές προσβολές κάθε
επιμέρους έκφανσης του δικαιώματος της προσωπικότητας, όπως ιδίως της ιδιωτικής
ζωής, της τιμής, της εικόνας και του γραπτού και προφορικού λόγου του προσώπου.
Ειδική αναφορά θα πρέπει να γίνει στη σχέση του
δικαιώματος στη δημοσιογραφική έρευνα, ως μέρους της ελευθερίας έκφρασης των
κατ’ιδίαν δημοσιογράφων αλλά και της ελευθερίας του τύπου ως θεσμικής
εγγυήσεως, με το δικαίωμα στην πληροφορική αυτοδιάθεση του κάθε ατόμου.
Το τελευταίο κατοχυρώνεται, μετά και την
συνταγματική αναθεώρηση του 2001, στοάρθρο 9 Α του Συντάγματος, το οποίο
προβλέπει ότι, « Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία
και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών δεδομένων, όπως ο νόμος
ορίζει. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων διασφαλίζεται από ανεξάρτητη
αρχή, που συγκροτείται και λειτουργεί, όπως ο νόμος ορίζει ».
Το ως άνω δικαίωμα πληροφοριακής αυτοδιάθεσης του
ατόμου δεν εισάγει κάτι νέο, καθότι ουσιαστικά αποτελεί επιμέρους έκφανση του
δικαιώματος στην προσωπικότητα, ως «δικαιώματος πλαισίου».
Ωστόσο η ειδική αναφορά
σε αυτό γίνεται καθότι η συγκεκριμένη έκφανση της προσωπικότητας (προσωπικών δεδομένων),
προστατεύεται αυτοτελώς από τον ν. 2472/1997.
Εξάλλου, όπως
ορθά έχει υποστηριχθεί, ο ν. 2472/1997 δεν εξειδικεύει απλώς την
γενική ρήτρα του άρθρου 57 ΑΚ αλλά οργανώνει
ένα αυτοτελές σύστημα κανόνων, εγγυήσεων και δικαιωμάτων που ερείδεται στο άρθρο
2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 9 και 9Α του Συντάγματος.
Η εφαρμογή δε του πλέγματος αυτού των κανόνων έχει γίνει ρητά δεκτή από τη Νομολογία
στις περιπτώσεις επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων από τα ΜΜΕ
Αρχικά, σε
ότι αφορά το πεδίο εφαρμογής του ν. 2472/1997, θα πρέπει να τονιστεί ότι σε αυτό
υπάγεται κάθε δραστηριότητα στο πλαίσιο άσκησης του δημοσιογραφικού
επαγγέλματος, η οποία αφορά προσωπικά δεδομένα
και συνιστά επεξεργασία αυτών, δηλαδή τόσο ηδημοσιογραφική έρευνα που
συνίσταται στη συλλογή των δεδομένων, όσο και η διατήρηση των δεδομένων στο
αρχείο εφημερίδας, ή η επεξεργασία τους με σκοπό τη δημοσίευσή τους, καθώς και η τελική δημοσίευση και διάδοση αυτών
Ωστόσο, μετά από την τροποποίηση του ν.2472/1997 από το ν.3471/2006, η επεξεργασία
δεν αρκεί.
Ειδικότερα,
προκειμένου ορισμένη δραστηριότητα των ΜΜΕ, αφορώσα σε προσωπικά δεδομένα, να
εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του νόμου θα πρέπει είτε να συνιστά
αυτοματοποιημένη επεξεργασία των δεδομένων, είτε – και εφόσον πρόκειται περί μη
αυτοματοποιημένης επεξεργασίας – τα δεδομένα να έχουν περιληφθεί σε αρχείο.
Το βάρος λοιπόν μεταφέρεται, όταν η επεξεργασία δεν είναι αυτοματοποιημένη,στην έννοια του «αρχείου».
Υπό το
παλαιό καθεστώς, πριν την τροποποίηση, ως αρχείο οριζόταν ένα σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί
να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας.
Ουσιαστικά
δηλαδή, οποτεδήποτε διαπιστωνόταν επεξεργασία δεδομένων είχαμεκαι αρχείο και άρα εφαρμογή της ειδικής νομοθεσίας
Μετά την τροποποίηση του άρθρου 2περ. ε΄ του νόμου, ως αρχείο ορίζεται πλέον, «κάθε
διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά
με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια».
Ακολουθήθηκε έτσιτελικώς ο ορισμός της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ, ο οποίος συνδέει τη
διάρθρωση του αρχείου με
την ευχερή πρόσβαση σε αυτό.
Η πρακτική
συνέπεια της μεταβολής αυτής, στο πεδίο που
αφορά την παρούσα μελέτη, είναι ότι σε περίπτωση δημοσιογραφικής έρευνας η
οποία καταλήγει σε ανεύρεση πληροφοριών που άπτονται προσωπικών
δεδομένων των αντικειμένων της έρευνας, εάν οι πληροφορίες δημοσιευθούν άμεσα
και χωρίς την τοποθέτησή τους σε αρχείο με
γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, τότε δεν γίνονται αντικείμενο προστασίας από τις
ειδικέςδιατάξεις του ν. 2472/1997.
Αυτό διότι θα έχουμε μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία και συγχρόνως μη ύπαρξη αρχείου κατά την έννοια του
νόμου.
Με τον τρόπο αυτό ευνοείται η ανεμπόδιστη άσκηση του δικαιώματος
ενημέρωσης του κοινού και του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης του
δημοσιογράφου, κατά τρόπο σύμφωνο με τη συνταγματική διάταξητου άρθρου 14
παρ. 1 του Συντάγματος.
Παρέχεται έτσι στους εκπροσώπους των Μ.Μ.Ε ο απαραίτητος «χώρος αναπνοής» κατά
την έκφραση της Αμερικανικής Νομολογίαςπροκειμένου αυτοί να εκτελούν αποτελεσματικά
την κοινωνική αποστολή που τουςεπιφυλάσσεται, ήτοι την ενημέρωση και διαμόρφωση της κοινής γνώμης.
Έπειτα, και
εφόσον διαπιστωθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για εφαρμογή του νόμου, θα
πρέπει να εξεταστεί τί θα συμβεί στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες η
δημοσιογραφική έρευνα αφορά προσωπικά
δεδομένα προσώπων που αυτά επιθυμούν να παραμείνουν υπό την αποκλειστική τους
εξουσίαση.
Ο ν. 2472/1997, ρυθμίζει ειδικά το θέμα, στο άρθρο 7 παρ. 2στοιχ. ζ΄, όπου
προβλέπονται οι προϋποθέσεις δημοσιογραφικής επεξεργασίας ευαίσθητων δεδομένων και
στο άρθρο 11 παρ. 5, όπου θεσπίζεται απαλλαγή από την υποχρέωση ενημέρωσης του υποκειμένου στο
στάδιο της συλλογής των δεδομένων, όταν η συλλογή γίνεται αποκλειστικά για
δημοσιογραφικούς σκοπούς και αφορά δημόσια πρόσωπα.
Σχετική
είναι και η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2
στοιχ. ε΄, η οποία καθιερώνει τη δυνατότητα επεξεργασίας χωρίς συγκατάθεση
του υποκειμένου των δεδομένων, στις περιπτώσεις αυτές όπου αποδεικνύεται ότι η επεξεργασία
είναι αναγκαία για τη διαφύλαξη δικαιωμάτων προσώπου, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά, μετά από in concreto στάθμιση, κρίνονται
σπουδαιότερα από το δικαίωμα στην πληροφοριακή αυτοδιάθεση του
υποκειμένου των δεδομένων.
Οι
προαναφερθείσες διατάξεις θέτουν ρητές προϋποθέσεις για την επεξεργασία
προσωπικών δεδομένων για δημοσιογραφικούς
σκοπούς.
Στην περίπτωση που η επεξεργασία αφορά για παράδειγμα σε ευαίσθητα δεδομένα, θα βρίσκει εφαρμογή
η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 στοιχ.ζ΄, η
οποία και θέτει ουσιαστικά κριτήρια για την άσκηση της συνταγματικά
κατοχυρωμένης δημοσιογραφικής δραστηριότητας τα οποία είναι:
(α) Η επεξεργασία να αφορά δεδομένα δημοσίων προσώπων, εφόσον αυτά συνδέονται με την
άσκηση δημοσίου λειτουργήματος ή τη διαχείριση
συμφερόντων τρίτων,
(β) Η επεξεργασία να τελείται αποκλειστικά για δημοσιογραφικούς σκοπούς και
(γ) Η επεξεργασία να είναι απολύτως αναγκαία για την εξασφάλιση
του δικαιώματος πληροφόρησης επί θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος και να μην παραβιάζεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο το δικαίωμα
προστασίας ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.
Ακόμη, με
βάση τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 στοιχ. ε΄, η οποία βρίσκει εφαρμογή στααπλά δεδομένα, προβλέπεται ότι κατά την εξυπηρέτηση
του εννόμου συμφέροντος τουτελούντος την επεξεργασία ή τρίτου δε θα
πρέπει να παραβιάζονται θεμελιώδη δικαιώματα των υποκειμένων των
δεδομένων.
Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα που αποτελεί με βάση το Σύνταγμα τον εγγυητή της προστασίας και προάσπισης των εν λόγω δεδομένων, στιςπεριπτώσεις που καλείται να κρίνει τη νομιμότητα
της επεξεργασίας προβαίνει σε ad hocστάθμιση των συγκρουόμενων
δικαιωμάτων, θεωρώντας ότι από το Σύνταγμα δεν προκύπτει inabstracto επικράτηση
του ενός έναντι του άλλου. Έτσι, δε μένει προσκολλημένη, ούτε ακολουθεί μηχανιστικά τα επί μέρους κριτήρια που θέτει ο ν. 2472 και που αναφέρθηκαν μόλιςπαραπάνω, αλλά προβαίνει σε στάθμιση με βάση
κριτήρια τα οποία αντλεί συχνά από τη Νομολογία
του ΕΔΔΑ, πάντοτε υπό τον τελικό έλεγχο μέσω της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής
της αναλογικότητας.
Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι και στην περίπτωση των προσωπικών δεδομένων και
του εντεύθεν δικαιώματος στην πληροφορική αυτοδιάθεση των προσώπων που αφορούν
τα δεδομένα, η
λύση που τελικώς θα δοθεί σε σχέση και με τη διαφύλαξη της ελευθερίας των ΜΜΕ και
του δικαιώματος του κοινού προς ενημέρωση, θα προκύψει μέσω στάθμισης, ισόκυρων
κατά τα λοιπά συνταγματικών δικαιωμάτων.
Αυτό λοιπόν που προέχει είναι ο εντοπισμός των κριτηρίων της
στάθμισης και η αξιολόγησή τους σε κάθε περίπτωση, υπό το πρίσμα της αρχήςτης αναλογικότητος.
Κείμενο του κ. Παρασκευά Τζούμα,
Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου